- νοσηλεύομαι
- νοσηλεύομαι, νοσηλεύτηκα και νοσηλεύθηκα βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νοσηλεύομαι — νοσηλεύω tend a sick person pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
νοσηλεύω — (ΑΜ νοσηλεύω) [νοσηλός] 1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή 2. (το παθ.) νοσηλεύομαι θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού αρχ. 1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις … Dictionary of Greek
νοσοτυφώ — νοσοτυφῶ, έω (Α) νοσηλεύομαι με τρυφηλό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + τυφῶ (< τῦφος «αλαζονεία, ματαιοδοξία»)] … Dictionary of Greek
νοσηλεύω — νοσήλευσα, νοσηλεύτηκα 1. περιποιούμαι, θεραπεύω άρρωστο. 2. το παθ., νοσηλεύομαι δέχομαι ιατρική φροντίδα: Νοσηλεύτηκα σε δημόσιο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)